- ψυχοπαίδα
- η, Νψυχοκόρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + παιδί, κατά τα θηλ. σε -α].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοπαίδα — η 1. θετή κόρη, ψυχοκόρη. 2. νεαρή υπηρέτρια την οποία η οικογένεια έχει αναλάβει να την αποκαταστήσει μελλοντικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)